- ἐρευνῶμαι
- ἐρευνάωseekpres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἐρευνάωseekpres ind mp 1st sgἐρευνάωseekpres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερευνώμαι — ερευνώμαι, ερευνήθηκα βλ. πίν. 61 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προζητώ — έω, Α 1. ζητώ κάτι προηγουμένως 2. παθ. προζητοῡμαι, έομαι ερευνώμαι από τους πρώτους … Dictionary of Greek
προπραγματεύομαι — Α [πραγματεύομαι] 1. γράφομαι ή δημοσιεύομαι από πριν 2. μνημονεύομαι ή εκτίθεμαι σε διήγηση προηγουμένως 3. ερευνώμαι από πριν … Dictionary of Greek
μελετώμαι — μελετώμαι, μελετήθηκα, μελετημένος βλ. πίν. 61 Σημειώσεις: μελετώμαι : η λόγια κλίση σε ώμαι συνηθίζεται περισσότερο για τις έννοιες → ερευνώμαι, εξετάζομαι, π.χ. μελετάται η κατασκευή υπόγειου σιδηροδρόμου … Τα ρήματα της νέας ελληνικής